αεροφόρα οστά

αεροφόρα οστά
Οστά με κοιλότητα η οποία επενδύεται από βλεννογόνο και περιέχει αέρα. Οι αεροφόρες αυτές κοιλότητες ονομάζονται κόλποι και –επειδή βρίσκονται γύρω από το κύτος της μύτης– παραρρινικοί κόλποι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιοπτέρυγα — Γένος πτηνών που έχει εκλείψει και ανήκει στην ομάδα των αρχαιορνίθων. Οι α. παρουσιάζουν αρκετούς χαρακτήρες ερπετών: κρανίο πτηνού, σιαγόνες εφοδιασμένες με δόντια, σκελετό με αδύνατες πλευρές, χωρίς πλευρικά άγκιστρα. Η σπονδυλική στήλη τους… …   Dictionary of Greek

  • γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”